***
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κουτόχορτο | κουτόχορτα |
γενική | κουτόχορτου | κουτόχορτων |
αιτιατική | κουτόχορτο | κουτόχορτα |
κλητική | κουτόχορτο | κουτόχορτα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτόχορτο ουδέτερο
- φανταστικό χόρτο που υποτίθεται ότι όποιος το τρώει αποβλακώνεται
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δεν τρώω κουτόχορτο
- δίνω σε κάποιον κουτόχορτο
- ταΐζω κάποιον κουτόχορτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου