Παντού.
Δείτε για την Βιβλιοπαρουσίαση των Ποιημάτων του Γιάννη Τσίγκρα, ΕΔΩ.
********
ΜΗΝ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Κι αν αναγνωρίσεις τον δια Χριστόν σαλόν
μην το μεταφέρεις στην αγορά,κακό θα του κάνεις.
Τόσος πόθος για ταπείνωση θα πάει χαμένος,
γέλα κι εσύ με τα καμώματά του,δώσε του αυτό που ζητάει,
την περιφρόνηση των καθώς πρέπει τρόπων,
σκίσε μαζί του το σαβουάρ βιβρ,αυτό που διδάχτηκες στην έκτη δημοτικού,
μην ακούς τους λογικούς,αυτούς που σε κατάντησαν απλό στρατιώτη,
ενώ μπορούσες να 'σαι στρατηγός.
Κι αν σε συνεπάρει η,στα μάτια του,θεία μέθη
μπορείς και να τον μιμηθείς, να κυνηγήσεις τους ίσκιους των νεφών,
να πετάξεις ψηλά το ημίψηλο και τα γάντια σου-
ο δρόμος για τον Παράδεισο δεν είναι ευθύς,
είναι ο δρόμος της άσπρης πεταλούδας και του δαρμένου σκύλου.
***
Η φωτογραφία είναι από Ελληνική ταινία με την Έλλη Λαμπέτη.
Ο Γεώργιος Τσίγκρας, πατέρας του Γιάννη Τσίγκρα, με το ξύλινο πόδι... περνάει φευγαλέα από την ταινία και την Ιστορία...
Ο Γιάννης ήταν πολύ υπερήφανος γι' αυτό, αλλά η ταπεινότητά του, δεν τον άφηνε να "καμαρώσει", όπως ανθρωπίνως... θα ήθελε.
(Κόλλησα στον τίτλο της ταινίας, σ'χωράτε...)
Δείτε για την Βιβλιοπαρουσίαση των Ποιημάτων του Γιάννη Τσίγκρα, ΕΔΩ.
********
Τρίτη, 7 Ιουνίου 2016
ΠΟΥ ΑΣΤΡΑΦΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Έκπληκτος άκουγα τον ζεν(κάποτε) πρεμιέ,
"το πήρα το κορίτσι"έλεγε "όχι γιατί με παρακάλαγε",
να,ήταν μια γριά, σε κοντινό θεωρείο, που σήκωσε μπαστούνι
"πάρτην,ορέ, να μη σου τσακίσω τα παϊδια".
Ήταν η μανιά του πατέρα,στα 105 χρόνια της αιωνιότητάς της,
έπιανε τη σέντρα του γηπέδου
κι εκστόμιζε τις ακριβές προστακτικές της:"Κλάδεψτουν,
τσάκστουν,βάρατουν"ένα μεσημέρι πέρασε να επιθεωρήσει τα γελάδια
κι είδε απ'τη χαραμάδα ότι ο στάβλος είχε μετατραπεί σε γραφείο.
Άνθρωποι με κατάλευκα φτερά,με επιμανίκια και ζυγαριές ακριβείας,
κάπου πήρε το μάτι και το Γιωργάκη της. Μια χήνα τινάχτηκε και τη χτύπησε
στο στήθος.Έπεσε μ'ένα ωχ κι έμεινε να κοιτάει πέρα, τη λίμνη που
άστραφτε στον ήλιο.
Έκπληκτος άκουγα τον ζεν(κάποτε) πρεμιέ,
"το πήρα το κορίτσι"έλεγε "όχι γιατί με παρακάλαγε",
να,ήταν μια γριά, σε κοντινό θεωρείο, που σήκωσε μπαστούνι
"πάρτην,ορέ, να μη σου τσακίσω τα παϊδια".
Ήταν η μανιά του πατέρα,στα 105 χρόνια της αιωνιότητάς της,
έπιανε τη σέντρα του γηπέδου
κι εκστόμιζε τις ακριβές προστακτικές της:"Κλάδεψτουν,
τσάκστουν,βάρατουν"ένα μεσημέρι πέρασε να επιθεωρήσει τα γελάδια
κι είδε απ'τη χαραμάδα ότι ο στάβλος είχε μετατραπεί σε γραφείο.
Άνθρωποι με κατάλευκα φτερά,με επιμανίκια και ζυγαριές ακριβείας,
κάπου πήρε το μάτι και το Γιωργάκη της. Μια χήνα τινάχτηκε και τη χτύπησε
στο στήθος.Έπεσε μ'ένα ωχ κι έμεινε να κοιτάει πέρα, τη λίμνη που
άστραφτε στον ήλιο.
Δευτέρα, 23 Μαΐου 2016
ΚΑΘΑΡΟ ΑΠΟ ΠΟΙΗΣΗ
Το ξέρω,αργά ή γρήγορα θα'ρθω να σας συναντήσω,
μόνο να ξεσκονίσω τα δωμάτια πρώτα απ'τις παλιές φωνές σας,
να χαϊδέψω τα τελευταία σας όνειρα, τις τελευταίες σας αφηγήσεις.
Γιατί σεις φύγατε βιαστικά,ξεχάσατε ημιτελή πράγματα και τελετουργίες,
ένα νεύμα στο φεγγάρι, το καρφιτσωμένο στο παράθυρο,μια χειρονομία,
ένα τραγουδάκι παιδικό,κάτω στο δρόμο "σας πήραμε,σας πήραμε
φλουρί κωνσταντινάτο",κατακάθια της θλίψης σ'ένα φλυτζάνι τσαγιού,
(πράγματα που με βασάνισαν,
είμαστε μαζί,ταυτόχρονα, και χώρια)λησμονήσατε
ένα κοντσέρτο για πιάνο
του Μπετόβεν,ξεχάσατε τους σταυρούς της Ανάστασης,
με τη φλόγα του λαμπριάτικου κεριού στην είσοδο,ναι με κούρασε να τα μαζεύω
όλ'αυτά,
ο επόμενος ένοικος μπορεί και να μην αγαπάει τα ίχνη,
να θέλει ένα σπίτι καθαρό από Ποίηση.
Το ξέρω,αργά ή γρήγορα θα'ρθω να σας συναντήσω,
μόνο να ξεσκονίσω τα δωμάτια πρώτα απ'τις παλιές φωνές σας,
να χαϊδέψω τα τελευταία σας όνειρα, τις τελευταίες σας αφηγήσεις.
Γιατί σεις φύγατε βιαστικά,ξεχάσατε ημιτελή πράγματα και τελετουργίες,
ένα νεύμα στο φεγγάρι, το καρφιτσωμένο στο παράθυρο,μια χειρονομία,
ένα τραγουδάκι παιδικό,κάτω στο δρόμο "σας πήραμε,σας πήραμε
φλουρί κωνσταντινάτο",κατακάθια της θλίψης σ'ένα φλυτζάνι τσαγιού,
(πράγματα που με βασάνισαν,
είμαστε μαζί,ταυτόχρονα, και χώρια)λησμονήσατε
ένα κοντσέρτο για πιάνο
του Μπετόβεν,ξεχάσατε τους σταυρούς της Ανάστασης,
με τη φλόγα του λαμπριάτικου κεριού στην είσοδο,ναι με κούρασε να τα μαζεύω
όλ'αυτά,
ο επόμενος ένοικος μπορεί και να μην αγαπάει τα ίχνη,
να θέλει ένα σπίτι καθαρό από Ποίηση.
Πέμπτη, 12 Μαΐου 2016
ΜΗΝ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Κι αν αναγνωρίσεις τον δια Χριστόν σαλόν
μην το μεταφέρεις στην αγορά,κακό θα του κάνεις.
Τόσος πόθος για ταπείνωση θα πάει χαμένος,
γέλα κι εσύ με τα καμώματά του,δώσε του αυτό που ζητάει,
την περιφρόνηση των καθώς πρέπει τρόπων,
σκίσε μαζί του το σαβουάρ βιβρ,αυτό που διδάχτηκες στην έκτη δημοτικού,
μην ακούς τους λογικούς,αυτούς που σε κατάντησαν απλό στρατιώτη,
ενώ μπορούσες να 'σαι στρατηγός.
Κι αν σε συνεπάρει η,στα μάτια του,θεία μέθη
μπορείς και να τον μιμηθείς, να κυνηγήσεις τους ίσκιους των νεφών,
να πετάξεις ψηλά το ημίψηλο και τα γάντια σου-
ο δρόμος για τον Παράδεισο δεν είναι ευθύς,
είναι ο δρόμος της άσπρης πεταλούδας και του δαρμένου σκύλου.
Τρίτη, 10 Μαΐου 2016
Δευτέρα, 9 Μαΐου 2016
ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.
Η φωτογραφία είναι από Ελληνική ταινία με την Έλλη Λαμπέτη.
Ο Γεώργιος Τσίγκρας, πατέρας του Γιάννη Τσίγκρα, με το ξύλινο πόδι... περνάει φευγαλέα από την ταινία και την Ιστορία...
Ο Γιάννης ήταν πολύ υπερήφανος γι' αυτό, αλλά η ταπεινότητά του, δεν τον άφηνε να "καμαρώσει", όπως ανθρωπίνως... θα ήθελε.
(Κόλλησα στον τίτλο της ταινίας, σ'χωράτε...)
Ματωμένα Χριστούγεννα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, Λαμπρινή! Πήγα εκείνη την στιγμή στο γιου τιουμπ, οι σκηνές που πέτυχα δεν μου έκαναν κλικ, δεν έγραφε και το στόρυ, οπότε προτίμησα να μην κάνω λάθος, γράφοντάς το.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά, να είσαι ΚΑΛΑ!
Εγώ το παίδεψα λίγο
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο τέλος γκουγκλαρα... "Λαμπέτη /νοσοκομα"...και τόβγαλε...
Βρίσκεις τα πάντα... :) - χαμόγελο
Αυτό που λέει η μαμά... " Δεν χρειάζονται βιβλία...με τα ίντερνετ"... "
Καλησπέρα
Νάσαι πάντα καλά
Φιλιά 💞💕
Εγώ δεν το "παίδεψα", πρωί - πρωί. Άλλωστε ή το παιδέψω ή όχι, απ' την στιγμή που υπάρχει χάκερ... ότι θέλει βλέπω και εάν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα του περάσει, φαντάζομαι, κάποτε! Θα γυρίσει ο τροχός! Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, κι όποιος χαίρεται εις βάρος μου, δε θα είναι για πολύ, ακόμα.
Φιλιά, το κορίτσι μου! Σ' ευχαριστώ που με συμπληρώνεις!Καλό μας βράδυ!