... με μέλ(ε)ι
Σάββατο 21 Απριλίου 2018
διάλειμμα
διάλειμμα
<
ελληνιστική κοινή
διάλειμμα
(
παύση
) <
αρχαία ελληνική
διάλειμμα
(
διάκενο
,
κενό
) <
διαλείπω
+
-μα
<
διά
+
λείπω
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου