Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ, 4 ποιήματα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ, 4 ποιήματα









ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ

Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.





ΜΕ ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΔΕΞΙΑ

Κι όταν,στιλπνή, της θάλασσας η επιφάνεια
πολύχρωμα θα σκορπάει της προκυμαίας τα φώτα
-θα'ναι ο καιρός που η αλκυόνη αποκοιμάται στο νερό-
απ'το Γαλατοδάσος θα φανεί  ο Ντίλαν Τόμας,
φουσκωμένος,όπως τα μπαλόνια των παιδιών που ιριδίζουν,
με τις τσέπες γεμάτες βιολέτες και κουδουνάκια,"τα ποιήματα
είναι κατασκευές, από λέξεις,να, το φεγγάρι, μια πέτρα που μυρίζει
υδρόθειο,το μπουκάλι που μου προμήθευσε ο Τζέρι,ένα μοναχικό
τραγούδι κι ο,πανάξιος μπροστά στα γουρουνάκια,λύκος",
αυτά θα λέει και θα βγάζει απ' την τσέπη του ένα ποίημα,
όπως ο ταχυδακτυλουργός το περιστέρι απ'το μανίκι,
ένα ποίημα που,εντός του,πολεμούν ο άγγελος,ο δράκος κι ο τρελός,
ο άγγελος στην καθαρότητα των λέξεων κι ο δράκος τα μπουκάλια
του Τζέρι-τρελός είναι ο ποιητής που νόμισε πως θ'άλλαζε τον κόσμο
παρόλο που η αλκυόνη εξακολουθεί να κοιμάται, ακόμη με το ράμφος δεξιά




Ο ΚΟΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΟΥΚΑ

Εκτός απ'τα ραφεία, μου άρεσε κι εκείνος
ο πελώριος κούκλος του Παλούκα.
Δεν έκανε τίποτ' άλλο απ'το να κουνάει,
σε μιαν αέναη κατάφαση,το κεφάλι του.
Πιο πέρα,στον ίδιο δρόμο,άκουγες,στης Σώταινας,
βραχνά τραγούδια και γυαλικά που έσπαζαν
(απαγορευμένη για μας, τα παιδιά, περιοχή).
Και περιμέναμε το βράδυ,να γυαλίσουν
απ' τη βροχή,
οι άμαξες,
να γυαλίσουν τα σύρματα,οι επιγραφές
και οι ράχες των αλόγων,να πλησιάσουμε την πιάτσα,
βουλιάζοντας σε σάπια χρεμετίσματα.


ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΣΑΚΙΖΟΥΜΕ;

Κι ύστερα, χτυπούν την πόρτα σου οι ποιητές
του μεσοπολέμου,ντυμένοι με φόρμες,κρατούν
καροτσάκια
γεμάτα εντελείς ρίμες και κραυγαλέα μέτρα, 
"από πού έρχεσθε" τους ρωτάς,
σου απαντούν "απ'το κύμα του χθες "και το
πριονίδι των ποιημάτων τους,συμπληρώνουν, είναι
για να ταΐσουν τα περιστέρια,τους εξηγείς ότι τα πουλιά
τρέφονται σήμερα από γωνίες ανοιχτών ποιημάτων-μερικά
τρώνε σπόρους-παραξενεύονται,
"δεν τα δουλεύετε τα τραγούδια;"
ρωτούν, "έχουμε εκατό φεγγάρια,
ο καθένας,στο κομοδίνο του,
τα βράδια τιναζόμαστε και καταγράφουμε τα όνειρά μας",
απαντούμε,
"δεν περισσεύει σχεδόν τίποτε από υγρό τραγούδι, γι αυτό,
σ' αυτή την πόλη, θα βρείτε
περισσότερα άδεια τρένα και λιγότερα πουλιά, περισσότερο χάρτινο
πόνο και άδειες μέρες από τραγούδι,θα βρείτε τσελεμεντέδες ποιητικής
και πορώδεις καρδιές,ν'αντέχουμε,να μη σπάμε,στην παραλία
και τα μεγάλα δωμάτια που βλέπουν προς τη δύση,έχουμε
μαλακούς ωραίους κροτάφους,γιατί να τους τσακίζουμε;"

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου