ΑΘΗΝΑ ΛΑΤΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Εκεί, χαμηλά
Και ξεκίνησαν νωρίς το χάραμα για να φθάσουν στην παραλία. Εκεί που το ήρεμο πρωινό κύμα παφλάζοντας απαλά πάνω στις βάρκες, τις έκανε να τρεμουλιάζουν, εκεί που τα νερά δεν ήταν γαλάζια αλλά πράσινα απ’ τα φύκια, εκεί που οι αλκυόνες κράζοντας βουτούσαν κατακόρυφα σχίζοντας την πρωινή αύρα και τρυπούσαν το υδάτινο μετάξι για να πιάσουν τη λαχταριστή τους λεία, εκεί που τα παγκάκια έρημα με το ξύλο τους νωπό απ’ τη δροσιά του άφωτου, προσκαλούσαν τους πρώιμους επισκέπτες της αυγής.
Και κείνοι έκατσαν με τα χέρια στις τσέπες και το σκούφο χαμηλά στα αυτιά, ενώ το πρόσωπό τους έλαμπε από ευχαρίστηση, καθώς κοίταγαν ίσια μπροστά και ξεμάκραινε το βλέμμα πέρα μακριά, εκεί χαμηλά, που η κυκλική γραμμή του ουρανού φαίνεται να ακουμπάει τη γη, εκεί χαμηλά, που το όριο του ουράνιου θόλου αρχίζει να κοκκινίζει, εκεί που τα βουνά σιγά σιγά σκουραίνουν και όσο περνάει η ώρα πασπαλίζεται η ομιχλώδης ατμόσφαιρα από ένα ρόδινο, γλυκό φως, καθώς ο ορίζοντας παύει να υπάρχει, τα βουνά λες πως αιωρούνται κι η ατμόσφαιρα φλέγεται, γίνεται όλο και πιο κόκκινη, τα βουνά όλο και πιο μαύρα, το νερό της θάλασσας βάφεται πορφυρό σα να προσφέρθηκαν σα να σφάχτηκαν μόλις, χιλιάδες κοκόρια, θυσία στη γιορτή για το γένεθλο της καινούργιας μέρας!
Και τότε, μπλέξανε σφιχτά τα χέρια εκστασιασμένοι από την πολύ αρεσιά και χωρίς λαλιά – μη διαταράξουνε το ροδαλό ξημέρωμα που ξετυλιγόταν αγάλι αγάλι και κατακαθόταν σαν πάχνη πάνω σε κάθε αγάντα, σε κάθε ακρόδεσμο, σε κάθε ακρόπρωρο, άρμπουρο, φλάμπουρο, σε κάθε προβλήτα και αγκυροβόλιο, με κείνες τις πρώτες φωτεινές απαστράπτουσες ακτίνες που ξεγλίστραγαν σιγά, αλλά σταθερά και γίνονταν όλο και περισσότερες.
Και τότε, έπαψαν να αισθάνονται πλέον τα σώματά τους και ούτε τα άκρα τους παρά μόνον τα μάτια τους, σα να βρίσκονταν μοναχά εκείνα εκεί και αιωρούνταν αντάμα με τον άνεμο κόκκινα απ’ το αντιφέγγισμα σαν τέσσερες γυαλιστερές χάντρες, που δε χόρταιναν να ρουφούν τις απίστευτες αυτές εικόνες, που μόνο μια δύναμη υπέρτατη μπορούσε να ζωγραφίσει!
Και όλο αυτό το φωτεινό σκαρφάλωμα, όλη αυτή η λαμπράδα της φύσης, όλη αυτή η δύναμη που έσκαγε σαν έκρηξη και μεταμόρφωνε τη νύκτα σε μέρα, το σκοτάδι σε φως, τη θάλασσα σε ουρανό, τον ουρανό σε θάλασσα, το μαύρο σε ανεξίτηλο κόκκινο χρώμα, πορτοκαλί, κίτρινο, κι οι καρδιές σκιρτούσαν, τα μάτια αγαλλίαζαν, τα στόματα σιωπούσαν, οι ψυχές γαλήνευαν, τα χέρια πίεζαν το στήθος καθώς πλεξούδιαζαν και τα κορμιά ανατρίχιαζαν!
Και τότε εκεί, καθισμένοι ομάδι, άρχισαν να ονειροπολούν. Άρχισαν και πάλι να αναζητούν την αδιάψευστη σωστάδα, να αναρωτιούνται να πασχίζουν για άλλη μια φορά να καταλάβουν το απαράμιλλο αυτό μεγαλείο που σαν μποναμάς τους προσφερόταν απλόχερα και προσπαθούσαν να δουν κατάματα τον εαυτό τους, να καταλάβουν αν είναι άξιοι να το αντικρίζουν, αν είναι άξιοι να το ζουν και κατακλυσμένοι από μια αίσθηση απόλυτης αυτοδιάθεσης, από μια θέληση απογύμνωσης και καθαρότητας του εαυτού τους, απογύμνωσης και καθαρότητας του μυαλού τους, λαμπικάρισαν μέσα τους πολλά τότε διαφάνηκε, πόσο μάταια είναι όλα, συνειδητοποίησαν πόσο φθαρτοί είναι, αντιλήφθηκαν ότι η πνοή τους μπορούσε να σταματήσει ανά πάσα στιγμή κι ένιωσαν ότι η μόνη αξία που χρειάζονται, είναι η γαλήνη της ψυχής τους!
Κι μέρα ήρθε, το φως γιόμισε ωσάν πλημμυρίδα που επιστρέφει ορμητική και κατέκλυσε την κάθε γωνία, την κάθε ευθεία, το κάθε σημείο του τόπου τούτου κι εκείνοι σηκώθηκαν ανοίγοντας τα χέρια και εισέπνευσαν βαθιά και εκπνέοντας τους ξέφυγε μια μικρή φωνή μεγάλης απολύτρωσης, γιατί για άλλη μια φορά αισθάνθηκαν βέβαιοι, για το πόσο μικροί είναι, πόσο λίγα ξέρουν, πόσο λίγα χρειάζονται, πόσα λάθη κάνουν, αλλά και βέβαιοι, για το πόσο τυχεροί είναι γιατί γεννήθηκαν, γιατί βλέπουν και απολαμβάνουν, ακούν και αισθάνονται, γιατί γελάνε και κλαίνε, απογοητεύονται και παλεύουν, παίρνουν και δίνουν, γιατί, αγαπούν κι αγαπιούνται!
Εκεί, χαμηλά
Και ξεκίνησαν νωρίς το χάραμα για να φθάσουν στην παραλία. Εκεί που το ήρεμο πρωινό κύμα παφλάζοντας απαλά πάνω στις βάρκες, τις έκανε να τρεμουλιάζουν, εκεί που τα νερά δεν ήταν γαλάζια αλλά πράσινα απ’ τα φύκια, εκεί που οι αλκυόνες κράζοντας βουτούσαν κατακόρυφα σχίζοντας την πρωινή αύρα και τρυπούσαν το υδάτινο μετάξι για να πιάσουν τη λαχταριστή τους λεία, εκεί που τα παγκάκια έρημα με το ξύλο τους νωπό απ’ τη δροσιά του άφωτου, προσκαλούσαν τους πρώιμους επισκέπτες της αυγής.
Και κείνοι έκατσαν με τα χέρια στις τσέπες και το σκούφο χαμηλά στα αυτιά, ενώ το πρόσωπό τους έλαμπε από ευχαρίστηση, καθώς κοίταγαν ίσια μπροστά και ξεμάκραινε το βλέμμα πέρα μακριά, εκεί χαμηλά, που η κυκλική γραμμή του ουρανού φαίνεται να ακουμπάει τη γη, εκεί χαμηλά, που το όριο του ουράνιου θόλου αρχίζει να κοκκινίζει, εκεί που τα βουνά σιγά σιγά σκουραίνουν και όσο περνάει η ώρα πασπαλίζεται η ομιχλώδης ατμόσφαιρα από ένα ρόδινο, γλυκό φως, καθώς ο ορίζοντας παύει να υπάρχει, τα βουνά λες πως αιωρούνται κι η ατμόσφαιρα φλέγεται, γίνεται όλο και πιο κόκκινη, τα βουνά όλο και πιο μαύρα, το νερό της θάλασσας βάφεται πορφυρό σα να προσφέρθηκαν σα να σφάχτηκαν μόλις, χιλιάδες κοκόρια, θυσία στη γιορτή για το γένεθλο της καινούργιας μέρας!
Και τότε, μπλέξανε σφιχτά τα χέρια εκστασιασμένοι από την πολύ αρεσιά και χωρίς λαλιά – μη διαταράξουνε το ροδαλό ξημέρωμα που ξετυλιγόταν αγάλι αγάλι και κατακαθόταν σαν πάχνη πάνω σε κάθε αγάντα, σε κάθε ακρόδεσμο, σε κάθε ακρόπρωρο, άρμπουρο, φλάμπουρο, σε κάθε προβλήτα και αγκυροβόλιο, με κείνες τις πρώτες φωτεινές απαστράπτουσες ακτίνες που ξεγλίστραγαν σιγά, αλλά σταθερά και γίνονταν όλο και περισσότερες.
Και τότε, έπαψαν να αισθάνονται πλέον τα σώματά τους και ούτε τα άκρα τους παρά μόνον τα μάτια τους, σα να βρίσκονταν μοναχά εκείνα εκεί και αιωρούνταν αντάμα με τον άνεμο κόκκινα απ’ το αντιφέγγισμα σαν τέσσερες γυαλιστερές χάντρες, που δε χόρταιναν να ρουφούν τις απίστευτες αυτές εικόνες, που μόνο μια δύναμη υπέρτατη μπορούσε να ζωγραφίσει!
Και όλο αυτό το φωτεινό σκαρφάλωμα, όλη αυτή η λαμπράδα της φύσης, όλη αυτή η δύναμη που έσκαγε σαν έκρηξη και μεταμόρφωνε τη νύκτα σε μέρα, το σκοτάδι σε φως, τη θάλασσα σε ουρανό, τον ουρανό σε θάλασσα, το μαύρο σε ανεξίτηλο κόκκινο χρώμα, πορτοκαλί, κίτρινο, κι οι καρδιές σκιρτούσαν, τα μάτια αγαλλίαζαν, τα στόματα σιωπούσαν, οι ψυχές γαλήνευαν, τα χέρια πίεζαν το στήθος καθώς πλεξούδιαζαν και τα κορμιά ανατρίχιαζαν!
Και τότε εκεί, καθισμένοι ομάδι, άρχισαν να ονειροπολούν. Άρχισαν και πάλι να αναζητούν την αδιάψευστη σωστάδα, να αναρωτιούνται να πασχίζουν για άλλη μια φορά να καταλάβουν το απαράμιλλο αυτό μεγαλείο που σαν μποναμάς τους προσφερόταν απλόχερα και προσπαθούσαν να δουν κατάματα τον εαυτό τους, να καταλάβουν αν είναι άξιοι να το αντικρίζουν, αν είναι άξιοι να το ζουν και κατακλυσμένοι από μια αίσθηση απόλυτης αυτοδιάθεσης, από μια θέληση απογύμνωσης και καθαρότητας του εαυτού τους, απογύμνωσης και καθαρότητας του μυαλού τους, λαμπικάρισαν μέσα τους πολλά τότε διαφάνηκε, πόσο μάταια είναι όλα, συνειδητοποίησαν πόσο φθαρτοί είναι, αντιλήφθηκαν ότι η πνοή τους μπορούσε να σταματήσει ανά πάσα στιγμή κι ένιωσαν ότι η μόνη αξία που χρειάζονται, είναι η γαλήνη της ψυχής τους!
Κι μέρα ήρθε, το φως γιόμισε ωσάν πλημμυρίδα που επιστρέφει ορμητική και κατέκλυσε την κάθε γωνία, την κάθε ευθεία, το κάθε σημείο του τόπου τούτου κι εκείνοι σηκώθηκαν ανοίγοντας τα χέρια και εισέπνευσαν βαθιά και εκπνέοντας τους ξέφυγε μια μικρή φωνή μεγάλης απολύτρωσης, γιατί για άλλη μια φορά αισθάνθηκαν βέβαιοι, για το πόσο μικροί είναι, πόσο λίγα ξέρουν, πόσο λίγα χρειάζονται, πόσα λάθη κάνουν, αλλά και βέβαιοι, για το πόσο τυχεροί είναι γιατί γεννήθηκαν, γιατί βλέπουν και απολαμβάνουν, ακούν και αισθάνονται, γιατί γελάνε και κλαίνε, απογοητεύονται και παλεύουν, παίρνουν και δίνουν, γιατί, αγαπούν κι αγαπιούνται!
Αθηνά Λατινοπούλου
εικαστικός καλλιτέχνης
εικαστικός καλλιτέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου