***
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφού < ελληνιστική κοινή ἀφοῦ < αρχαία ελληνική ἀφ' οὗ (χρόνου)
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
αφού
- (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν το προτερόχρονο
- Γύρισε στο σπίτι και, αφού πρώτα έφαγε, έπεσε για ύπνο.
- (αιτιολογικός)
- αφού θες να κάνεις αυτή τη δουλειά, πρέπει να σπουδάσεις στο Πολυτεχνείο
πηγή
***
Αφή
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 04/08/2013. |
Αφή είναι η αίσθηση της επαφής με άλλα σώματα. Όργανο της αίσθησης είναι το δέρμα, το μεγαλύτερο όργανο στο ανθρώπινο σώμα. Αντικείμενο της αντίληψης είναι τα άλλα σώματα, καθώς και τα χαρακτηριστικά της επιφάνειάς τους.
Η αφή λειτουργεί με αισθητήρια νεύρα κάτω από το δέρμα. Τα αισθητήρια νεύρα έχουν διαφορετική κατανομή από σημείο σε σημείο του σώματος, μεγαλύτερη πυκνότητα υπάρχει στα άκρα, κυρίως στις παλάμες και το κεφάλι. Επιπλέον, κάθε αισθητήριο νεύρο αφορά ένα είδος πληροφορίας από όλα τα είδη που υπάρχουν. Κάποια αισθητήρια νεύρα αφορούν την καταστροφή των γύρω ιστών, είναι τα νεύρα που στέλνουν το σήμα του πόνου. Άλλα αισθητήρια νεύρα μετρούν τη θερμοκρασία, ενώ κάποια άλλα ενεργοποιούνται απλά με την επαφή.
Τα σήματα των αισθητήριων νεύρων συνδέονται στο νωτιαίο μυελό και από εκεί στον εγκέφαλο. Ο νωτιαίος μυελός αξιολογεί αυτά τα σήματα και ανιχνεύει αν χρειάζονται άμεσες αποφάσεις για προστασία του σώματος, τα λεγόμενα αντανακλαστικά.
Στους τυφλούς ανθρώπους η αφή εξελίσσεται σε σημείο που να μπορεί να υποκαταστήσει την όραση. Έτσι, μπορούν να <<δουν>> μέσω της θερμότητας αντικείμενα που βρίσκονται κοντά τους.
***
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφήνω < αρχαία ελληνική ἀφίημι
Ρήμα[επεξεργασία]
αφήνω, παρατ.: άφηνα, στιγμ. μέλλ.: θα αφήσω, αόρ.: άφησα , παθ.φωνή: αφήνομαι , προστ. αορ.: άφησε και άσε
- χαλαρώνω τη λαβή μου και έτσι παύω να κρατώ κάτι επιτρέποντάς του να κινηθεί ελεύθερα
- άφησε το μολύβι του να πέσει στο πάτωμα
- παύω να έχω πάνω μου ένα αντικείμενο και το ακουμπώ σε κάποιο σημείο
- μάλλον άφησα το πορτοφόλι μου πάνω στο τραπέζι
- δεν μετακινώ κάτι, δεν του αλλάζω την κατάστασή του
- άφησε τα πιάτα στο τραπέζι
- θα με αφήσεις ήσυχο;
- παραδίδω κάτι σε κάποιον, για να το ξαναπάρω αργότερα
- άφησα το αυτοκίνητο στο συνεργείο
- παύω να ασχολούμαι με κάτι και το εμπιστεύομαι σε άλλον
- ας το αφήσουμε στους ειδικούς
- ορίζω αντικαταστάτη
- άφησα το Νίκο στο πόδι μου για το διάστημα που θα λείπω
- σταματώ να ακολουθώ μια τακτική
- ας αφήσουμε τα υπονοούμενα
- κληροδοτώ
- ο θείος μου μου άφησε στη διαθήκη του ένα διαμέρισμα
- φεύγω
- άφησε την πατρίδα του και πήγε στην Αμερική
- εγκαταλείπω κάτι με το οποίο με συνέδεε στενή σχέση, παρατώ
- άφησε την παλιά του δουλειά αλλά δεν κατάφερε ακόμα να βρει καινούρια
- άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της
- ελευθερώνω, δεν κρατώ πια δέσμιο
- τον άφησαν ελεύθερο
- επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
- οι επιτηρητές τον άφησαν να αντιγράψει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αφήνω μούσι, μουστάκι: δεν ξυρίζομαι ώστε να αναπτυχθεί τριχοφυΐα
αίσχος
ΑπάντησηΔιαγραφή