Οι πρωθυπουργοί συμφώνησαν, αλλά τι σημαίνει αυτό επί της ουσίας;
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ουσία | ουσίες |
γενική | ουσίας | ουσιών |
αιτιατική | ουσία | ουσίες |
κλητική | ουσία | ουσίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουσία < αρχαία ελληνική οὐσία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουσία θηλυκό
- κάθε τι υλικό, συνήθως σε ρευστή μορφή
- το σύνολο των στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι και καθορίζουν την ύπαρξή του
- το κεντρικό σημείο, ο πυρήνας ενός θέματος, μιας συζήτησης, ενός πράγματος
- το αληθινό περιεχόμενο, το σημαντικό στοιχείο
- συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- η ουσία της ζωής / της εργασίας / της συντροφικότητας
- συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- το πιο θρεπτικό ή γευστικό στοιχείο της τροφής
-
- χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία το φαγητό
-
- (φιλοσοφία):
- οτιδήποτε στοιχειοθετεί τη σταθερή φύση των πραγμάτων, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που υφίστανται ή τις πολλαπλές μορφές που μπορεί να έχουν
- (Αριστοτέλης) η κατηγορία που καθορίζει την ύπαρξη ενός πράγματος και δεν εξαρτάται από τα συμβεβηκότα του
- (πληθυντικός) οι παράνομες εξαρτησιογόνες ουσίες, τα ναρκωτικά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επί της ουσίας : πραγματικά, σε σχέση με το αληθινό περιεχόμενο κι όχι τυπικά
- η ουσία είναι... : το πιο σημαντικό είναι...
- κατ’ ουσίαν : στην πραγματικότητα
- στην ουσία : στην πραγματικότητα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
***Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | όνομα | ονόματα |
γενική | ονόματος | ονομάτων |
αιτιατική | όνομα | ονόματα |
κλητική | όνομα | ονόματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όνομα < αρχαία ελληνική ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όνομα ουδέτερο
- η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος ή ένας τόπος ή το επώνυμο
- (για ανθρώπους) το "μικρό" όνομα, το βαφτιστικό
- του έδωσαν το όνομα του παππού του, Παύλος
- ποιο είναι το οικογενειακό όνομα της μητέρας σου;
- (για ανθρώπους) το "μικρό" όνομα, το βαφτιστικό
- (μεταφορικά) η καλή ή κακή φήμη
- έχει βγάλει κακό όνομα
- του βγήκε το όνομα
- (γραμματική) όρος που περιλαμβάνει τα ουσιαστικά και τα επίθετα
- (Ορολογία) κατασήμανση ατομικής έννοιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου