***
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ
Θα'ρθει κι ο Καιρός του αναγκαίου εκτελωνισμού
Μια δεσμίδα χειρόγραφα θα παρουσιάσεις
Στους ανθρώπους με τα επιμανίκια
Τους κονδυλοφόρους
Και το ζυγό ακριβείας
"Η απόλυτη αθωότητα"
Απολογητικά σχεδόν, θα ονομάσεις
Εκείνοι θα σε κοιτάξουν καχύποπτα
Και θα ζυγίσουν
Με αντίβαρο, το όνειρο μιας πεταλούδας
Με ζύγι,το στεναγμό ενός Αγίου
Μη περιμένεις και μεγάλη
Εκ μέρους τους
Επιείκεια
***
ΣΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΤΗΣ ΒΙΩΜΑ
Η Αγάπη δεν ακούγεται σαν το τζιτζίκι
Στον κλωβό δυο ενωμένων παιδικών χεριών
Η Αγάπη δεν ακούγεται σαν το τζιτζίκι
Στον κλωβό δυο ενωμένων παιδικών χεριών
Καταργεί πολύχρωμες παντιέρες
Και θριαβικά του θανάτου εμβατήρια
Και θριαβικά του θανάτου εμβατήρια
Αψίδες δεν ανυψώνει
Τείνει προς το σημείο
Μηδέν
Του λόγου
Μηδέν
Του λόγου
Κι έξαφνα
Ως πράξη
Γιγαντώνεται
Ως πράξη
Γιγαντώνεται
Η Αγάπη ανάβει ένα φως
Στο σκοτάδι της ψυχής
Όπου νυχτεριδόμορφοι πετούνε δαίμονες
Στο σκοτάδι της ψυχής
Όπου νυχτεριδόμορφοι πετούνε δαίμονες
Υπάρχει ξένη προς
Το
Ίδιον
Το
Ίδιον
Βλέπει τον Άλλο
Κι όχι τους καθρέφτες
Κι όχι τους καθρέφτες
Την έμπονη προτείνει προσευχή:
Πέρα απ' την κούφη αγαπολογία
Να μας δοθεί να φτάσουμε
Στο καθαρό της
Βίωμα
Να μας δοθεί να φτάσουμε
Στο καθαρό της
Βίωμα
(Στην Κατερίνα Δε. Στα. Πα)
***
ΣΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΤΗΣ ΒΙΩΜΑ
Η Αγάπη δεν ακούγεται σαν το τζιτζίκι
Στον κλωβό δυο ενωμένων παιδικών χεριών
Η Αγάπη δεν ακούγεται σαν το τζιτζίκι
Στον κλωβό δυο ενωμένων παιδικών χεριών
Καταργεί πολύχρωμες παντιέρες
Και θριαβικά του θανάτου εμβατήρια
Και θριαβικά του θανάτου εμβατήρια
Αψίδες δεν ανυψώνει
Τείνει προς το σημείο
Μηδέν
Του λόγου
Μηδέν
Του λόγου
Κι έξαφνα
Ως πράξη
Γιγαντώνεται
Ως πράξη
Γιγαντώνεται
Η Αγάπη ανάβει ένα φως
Στο σκοτάδι της ψυχής
Όπου νυχτεριδόμορφοι πετούνε δαίμονες
Στο σκοτάδι της ψυχής
Όπου νυχτεριδόμορφοι πετούνε δαίμονες
Υπάρχει ξένη προς
Το
Ίδιον
Το
Ίδιον
Βλέπει τον Άλλο
Κι όχι τους καθρέφτες
Κι όχι τους καθρέφτες
Την έμπονη προτείνει προσευχή:
Πέρα απ' την κούφη αγαπολογία
Να μας δοθεί να φτάσουμε
Στο καθαρό της
Βίωμα
Να μας δοθεί να φτάσουμε
Στο καθαρό της
Βίωμα
***
Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2013
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑΜΑΤOYME
Κάποτε σταματούμε να γράφουμε
Η ποίηση,σκεφτόμαστε,δε μας πρόφερε και πολλά
Κάποτε σταματούμε να γράφουμε
Η ποίηση,σκεφτόμαστε,δε μας πρόφερε και πολλά
Στην πραγματικότητα, βέβαια, εμείς δεν προσφέραμε
Σ' αυτό που είδαμε σα γυάλινο πύργο που μας περιέχει
Και στους απέξω-όσους μελετούμε
Ως εμβριθείς λεπιδοπτερολόγοι
Σ' αυτό που είδαμε σα γυάλινο πύργο που μας περιέχει
Και στους απέξω-όσους μελετούμε
Ως εμβριθείς λεπιδοπτερολόγοι
Η ποίηση είναι το ιαματικό λαδάκι
Απ' το άσβηστο καντήλι της γιαγιάς
Κι όχι η ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου
Απ' το άσβηστο καντήλι της γιαγιάς
Κι όχι η ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου
Στο ποίημα γρανάζια δε γυρίζουνε τροχούς
Ένας ξυπόλητος Χριστός μονάχα περπατάει
Και ευλογεί
Ακόμη κι εμάς
Και ευλογεί
Ακόμη κι εμάς
Τους θλιμμένους ναρκίσσους
****
*****
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΗ
Αγαπώ κάποιους ποιητές
που αγνοούν καλλιέπειες και άνθη.
Κάνουν το μολύβι τους νυστέρι
κι ανοίγουν την καρδιά του ανθρώπου,
αποκαλύπτοντας δράκοντες
ή
Αγαπώ κάποιους ποιητές
που αγνοούν καλλιέπειες και άνθη.
Κάνουν το μολύβι τους νυστέρι
κι ανοίγουν την καρδιά του ανθρώπου,
αποκαλύπτοντας δράκοντες
ή
αστραφτερούς αγγέλους.
Αγαπώ κάποιους ποιητές
που, κοιτάζοντας βαθιά εντός τους,
βλέπουν τον Καιρό της Επιλογής και της Προσφοράς.
Το ποίημα, τότε, φαίνεται ο κρυφός μαργαρίτης
που φυλάχθηκε από τα δόντια των χοίρων,
χάρη του πονεμένου.
Το ποίημα,τότε, γίνεται το έλαιον και ο οίνος.
Αγαπώ κάποιους ποιητές
που, κοιτάζοντας βαθιά εντός τους,
βλέπουν τον Καιρό της Επιλογής και της Προσφοράς.
Το ποίημα, τότε, φαίνεται ο κρυφός μαργαρίτης
που φυλάχθηκε από τα δόντια των χοίρων,
χάρη του πονεμένου.
Το ποίημα,τότε, γίνεται το έλαιον και ο οίνος.
***
***
ΣΧ. Κάπου εδώ έγραφε "Ευχαριστώ πολύ κυρία Γκίκα", αλλά εξαφανίστηκε! (Πώς γίνεται, αφού είναι εις μνήμην;)
***
ΤΟΠΙΟ
Ωτομοτρίς να ξυπνούν κορυδαλλούς
Και παπαρούνες στα σκορδοχώραφα του κάμπου
Σκονισμένοι αγριοβασιλικοί σε αυλές
Και
Πλατέες
Και παπαρούνες στα σκορδοχώραφα του κάμπου
Σκονισμένοι αγριοβασιλικοί σε αυλές
Και
Πλατέες
Στα μπακάλικα να ζυγίζουν λειψά
Κιρκινέκια με το κρώξιμο του αναπότρεπτου
Δυο σανίδες το αναγκαίον και δή κάτω από αποστολιάτικη συκιά
Κιρκινέκια με το κρώξιμο του αναπότρεπτου
Δυο σανίδες το αναγκαίον και δή κάτω από αποστολιάτικη συκιά
Κι ο ίσκιος ενός δια Χριστόν σαλού
Να μακραίνει ώς την αϊδιότητα
Να μακραίνει ώς την αϊδιότητα
Παιδικής
Στιγμής
Στιγμής
*******
ΗΓΓΙΚΕΝ
Ήγγικεν ο Καιρός
Ν' αναπαυθεί και
Ο
Ποιητής
Στο Μαυσωλείο του
Ο
Ποιητής
Στο Μαυσωλείο του
Σε άκοπο σκονισμένο βιβλίο
Αιχμηρός
Βέβαια
Ακόμη
Βέβαια
Ακόμη
Όπως
Ένας μικρός
Νεκρός σκατζόχοιρος
Στα χέρια των παιδιών
Νεκρός σκατζόχοιρος
Στα χέρια των παιδιών
***
Πεποίθαμεν,φευ, επ' άρχοντας
Ένα κομμάτι ψωμί ζητούσαμε
Και
Μας είχαν τάξει παντεσπάνι
Και
Μας είχαν τάξει παντεσπάνι
Εκείνο που είδαμε
Που
Στο κορμί μας
Νιώσαμε
Ήσαν οι κοφτεροί βράχοι
Που
Στο κορμί μας
Νιώσαμε
Ήσαν οι κοφτεροί βράχοι
Φτάσαμε κάποτε στο τέλος
Της χαράδρας
Όπου μας έσπρωξαν
Οι εκλεκτοί
Της χαράδρας
Όπου μας έσπρωξαν
Οι εκλεκτοί
Φτάσαμε
Αιμάσσοντες
Αλλά χαρούμενοι
Αιμάσσοντες
Αλλά χαρούμενοι
Είχαμε σώσει τελικά
Τα χέρια
Τα χέρια
Πώς χωρίς τους
Θα χειροκροτούσαμε
Τους επόμενους
Υιούς
Ανθρώπων;
Θα χειροκροτούσαμε
Τους επόμενους
Υιούς
Ανθρώπων;
Γιάννης Τσίγκρας
***
***
***
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΙΞΗ
Τα ποιήματα μικραίνουν,
γίνονται λέξεις που ανεβοκατεβαίνουν, όπως
οι ναυτίλοι,απ'την αράδα σ'ένα μέρος της καρδιάς,
αυθαιρέτως το ονομάζω_ή,εν πάση περιπτώσει,-ή
"μεγάλο διαιρέτη",τα ποιήματα ήσαν τρύπιες, ξινές καραμέλες,
μικραίνουν ώς τη δική μου στίξη,την τελεία, που σχεδόν αγνοώ,
γιατί καμιά πρόταση δεν ολοκληρώνεται,πριν καταλήξει
μουσική,κι η μουσική ακολουθείται από εφτά_ή-κι εν πάση
περιπτώσει τίποτε δεν υπάρχει τόσο στρογγυλό ώστε
να το δει ένα παιδάκι και να πει: "να η μαμά μου".
μικραίνουν ώς τη δική μου στίξη,την τελεία, που σχεδόν αγνοώ,
γιατί καμιά πρόταση δεν ολοκληρώνεται,πριν καταλήξει
μουσική,κι η μουσική ακολουθείται από εφτά_ή-κι εν πάση
περιπτώσει τίποτε δεν υπάρχει τόσο στρογγυλό ώστε
να το δει ένα παιδάκι και να πει: "να η μαμά μου".
ΘΥΜΗΤΑΡΙΑ
Ανεβαίνοντας με το λεωφορείο στην Πορταριά,στα 650 μέτρα,
και για να σπρώξω το σαραντάλεπτο, μετρούσα θυμητάρια-
εικοσιπέντε δεξιά και δεκαοχτώ απ'την άλλη κι έβλεπα
τις
νυχτεριδόμορφες ψυχές, να παίζουν τ'απογεύματα το "μπουφ
και βγαίνω", πλάι σε αγίους με παράταιρα ονόματα,ο Άγιος Σώζων
η Αγία Ελπίδα, τους βράχους να συνομιλούν με τα κυκλάμινα.
Οι
βράχοι πάντα ερωτεύονται τα (λόγω της ώρας) λίγο σκοτεινά
κυκλάμινα και τα κρινάκια, κάποτε ζήτησα απ'τον Μπόγκα
να φτιάξουμε ένα άλμπουμ με απογευματινά θυμητάρια,
"ανατριχιάζω στην ιδέα" μου απάντησε,"μα γιατί;"του λέω,
"ξέρεις τί είναι το τσικ μιας άγνωστής σου ψυχής,μια εκδοχή
ζωής που δεν τελειώνει, όσο τη θυμούνται,και το καντήλι
μένει αναμμένο, ούτε ύστερα, σαν φύγουνε οι άλλοι τελειώνει,
γιατί κι οι πέτρες δέονται και τα αραιά,σα γένια τράγου,πεύκα".
κυκλάμινα και τα κρινάκια, κάποτε ζήτησα απ'τον Μπόγκα
να φτιάξουμε ένα άλμπουμ με απογευματινά θυμητάρια,
"ανατριχιάζω στην ιδέα" μου απάντησε,"μα γιατί;"του λέω,
"ξέρεις τί είναι το τσικ μιας άγνωστής σου ψυχής,μια εκδοχή
ζωής που δεν τελειώνει, όσο τη θυμούνται,και το καντήλι
μένει αναμμένο, ούτε ύστερα, σαν φύγουνε οι άλλοι τελειώνει,
γιατί κι οι πέτρες δέονται και τα αραιά,σα γένια τράγου,πεύκα".
***
(Διαβάστε ποίηση Γιάννης Τσίγκρας και ...σηκωθείτε ψηλά!)
ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥΣ ΣΤΑ ΤΕΝΑΓΗ
Το αληθινό ποίημα είναι καντηλάκι αναμμένο...
Δείτε περισσότερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου