«Δεν παίζουμε ρόλους, παίζουμε σχέσεις στη σκηνή»
Είναι από τους φίλους μου του περασμένου αιώνα. Τον γνώρισα σ’ ένα γύρισμα της Φρίντας Λιάππα, το 1983. Γίναμε φίλοι το ίδιο βράδυ. Την άλλη μέρα έφυγε φαντάρος.
Η φιλία μας δυνάμωσε δι’ αλληλογραφίας. Εχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια κι έχω στον νου μου σκηνές από τη «Σπασμένη Στάμνα», τη «Συμφορά από το πολύ μυαλό», το «Εγώ ο Φόυερμπαχ», τις «Μαγνητοταινίες του Κραπ» (και τα δύο σε σκηνοθεσία του Πάνου Παπαδόπουλου), αλλά και παραστάσεις με έργα Μάμετ, Πίντερ, Μίλερ, Στρίντμπεργκ, Ουίλιαμς, Αλμπι κ.λπ.
Εκτός θεάτρου, η εικόνα του είναι για μένα μία: αυτή του αιώνιου εφήβου, του φανατικού θαυμαστή της Μέριλ Στριπ και της Μαριόν Κοτιγιάρ, του φίλου που κάθε παραμονή Χριστουγέννων απονέμει τα Οσκαρ στα φαγητά της Τζένης.
Τελειώνοντας τη συνέντευξη τον ρώτησα αν εξακολουθεί να πίνει κάθε πρωί τον καφέ του στο καφενείο της Σπύρου Μερκούρη.
«Είμαι ενθουσιασμένος με τους ιδιοκτήτες. Δεν φαντάζεσαι πόσο ωραίο είναι σε ώριμη ηλικία να κάνεις καινούργιες φιλίες».
● Δημήτρη, το καινούργιο έργο που ανεβάζετε στο «Εμπορικόν» έχει τον τίτλο «Ο φεγγίτης». Πώς τον σηματοδοτεί ο συγγραφέας του;
«Ο φεγγίτης» λειτουργεί και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι όντως ένα δωμάτιο με φεγγίτη, το οποίο κατασκευάζει ο ήρωας για να ευχαριστήσει την βαριά άρρωστη γυναίκα του, ώστε να πεθάνει βλέποντας αυτά που της αρέσουν: τη φύση, τα λουλούδια, το πάρκο έξω από το σπίτι.
Της προσφέρει αυτόν το φεγγίτη για να εξομαλύνει τις ενοχές του και να εξιλεωθεί (μάταια), μια και την είχε προδώσει με μια εξωσυζυγική σχέση.
Τώρα, σε μεταφορική ανάγνωση, «Ο φεγγίτης» είναι το φως το οποίο πέφτει σε μισοκρυμμένα πράγματα, μισές αλήθειες, ψέματα και προσπαθεί να διερευνήσει τις σχέσεις των ανθρώπων και τα κίνητρά τους. Είναι το φως της αλήθειας με μία έννοια.
● Εχουμε όλοι έναν φεγγίτη στη ζωή μας;
Μόνο που η αλήθεια δεν είναι αποδεκτή από όλους: είναι πάντα ένα ερωτηματικό το φως κάτω από το οποίο βλέπεις ένα ηθικό ζήτημα.
● Εσύ έχεις φεγγίτες στη ζωή σου;
Με την έννοια τη μεταφορική για την οποία μιλήσαμε, ναι. Αλλά χωρίς απόλυτες βεβαιότητες.
● Είσαι ένας άνθρωπος που ζει με τις τέχνες: διαβάζεις, παρακολουθείς σινεμά, παίζεις στο θέατρο, αγαπάς τη μουσική κ.λπ. Η τέχνη μπορεί να είναι φεγγίτης στη ζωή του ανθρώπου; Να τον οδηγήσει στην ανακάλυψη της προσωπικής του αλήθειας;
Σίγουρα. Ενας άνθρωπος που αγαπάει την τέχνη ή ασχολείται μ’ αυτήν, έχει μεγάλες πιθανότητες να ανακαλύψει πτυχές του εαυτού του. Βέβαια, ο κυρίαρχος σκοπός της τέχνης είναι η επικοινωνία με τους άλλους. Δεν είναι η ψυχοθεραπεία ή η ψυχανάλυση. Αλλά κάποιος που ζει στον κόσμο της τέχνης, έχει πολλές ευκαιρίες να ανακαλύψει αλήθειες και για τον εαυτό του.
● Αισθάνθηκες στα σαράντα χρόνια που είσαι στο θέατρο…
Και λίγο ακόμα… Σαράντα δύο, σαράντα τρία…
● …ότι υπήρξανε ρόλοι που σε φωτίσανε εσωτερικά;
Ναι, κάθε ρόλος αποτελεί για τον ηθοποιό μια έκπληξη. Για να συναντηθείς μαζί του, ανακαλύπτεις πάνω στη σκηνή αλήθειες που είτε τις απωθούσες είτε δεν ήξερες πως τις έχεις.
● Είναι επώδυνη τούτη η αυτογνωσία;
Οχι. Θα έλεγα, απελευθερωτική. Ο εαυτός μας είναι πολυπρόσωπος. Χάρη στο θέατρο, ο ηθοποιός μπορεί να ανακαλύψει και να δείξει άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα του. Αυτό τον εμπλουτίζει, τον απελευθερώνει, τον διασκεδάζει, τον ευχαριστεί. Εγώ πιστεύω ότι οι ηθοποιοί, κατά βάση στη ζωή τους, είναι δειλοί. Ή ντροπαλοί.
● Θεωρείς τον εαυτό σου ντροπαλό στη ζωή;
Ντροπαλό, δειλό, ανασφαλή… ναι…
● Ο οποίος μετασχηματίζεται πάνω στη σκηνή;
Ναι, γι’ αυτό μ’ αρέσουν και οι ρόλοι που έχουν δύναμη, εξουσία, θυμό. Γιατί όλα αυτά στην προσωπική μου ζωή τα πνίγω.
● «Ο φεγγίτης» διαδέχτηκε το «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», του Αρθουρ Μίλερ, που έγινε μεγάλη επιτυχία. Το φθινόπωρο, ενόσω προετοιμαζόσασταν για το καινούργιο έργο, εσύ ζούσες τον θάνατο της μητέρας σου, και θα ήθελα να μου πεις πώς τον αντιμετώπισες. Μας καθορίζει το τέλος των γονιών μας, καθώς μας περικλείει, προλέγοντας και το δικό μας τέλος;
Από τη μια, υπάρχει μεγάλη έλλειψη και νοσταλγία όταν χάνουμε έναν άνθρωπο και ειδικά τη μάνα μας, που είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μας. Από την άλλη υπάρχει κι ένα παράξενο συναίσθημα ότι, εφόσον εγώ ζω ακόμη, την κουβαλάω και ο θάνατος γίνεται κάτι μισο-πραγματικό και μισο-ονειρικό ταυτόχρονα.
Θυμάμαι μια φράση από το διήγημα «Οι νεκροί» του Τζόις, που λέει ότι κανείς δεν πεθαίνει πραγματικά όσο τον θυμόμαστε. Επειδή λοιπόν η μητέρα μου με έναν τρόπο είναι τρομερά παρούσα (κάθε μέρα θα την σκεφτώ ή μπορεί να την δω στον ύπνο μου) γι’ αυτό λέω πως την κουβαλάω σαν να μην έχει πεθάνει. Αλλά κι εγώ δεν ξέρω αν πρόκειται εντέλει για αντίσταση, ώστε να μην έρθουμε αντιμέτωποι με την αληθινή απώλεια.
Εντέλει δεν ξέρω πότε πεθαίνει ένας άνθρωπός μας. Δεν μπορώ να πω με σαφήνεια. Πάντως ο θάνατος της μάνας είναι μια οδυνηρή απώλεια, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ακριβώς απώλεια. Είναι παρουσία, είναι ένα διπλό πράγμα. Είναι μια απουσία-παρουσία.
● Αυτό ισχύει και για έργα στο θέατρο; Το τέλος τού «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» ήταν μια απώλεια για σένα;
Ηταν μια πολύ γρήγορη απώλεια. Τελειώσαμε Κυριακή απόγευμα με τον Μίλερ και Δευτέρα πρωί άρχισα να βλέπω να κατεδαφίζεται το σκηνικό για να στηθεί το σκηνικό του «Φεγγίτη».
Εγινε τόσο γρήγορα η μετάβαση, που ήταν κάπως σοκαριστική. Υστερα από ενάμιση χρόνο που προσπαθείς μέσα σε ένα χώρο να ζωντανέψεις τη ζωή κάποιου και να πεις την ιστορία του, βλέπεις να κατεδαφίζεται σε μία μέρα ο κόσμος του. Αλλά πιστεύω πως ούτε και οι ρόλοι πεθαίνουν ακριβώς.
Εχουμε μάθει πράγματα, έχουμε εξελίξει την τεχνική μας, έχουμε ανακαλύψει κάποια κλειδιά που θα τα χρησιμοποιήσουμε σ’ έναν επόμενο ρόλο. Δεν απαλλάσσεσαι ποτέ απ’ αυτά που κάνεις και που ζεις. Τα κουβαλάς.
● Εχεις πει ότι μια παράσταση με την Ελλη Λαμπέτη σε έκανε να συνειδητοποιήσεις πως θέλεις να γίνεις ηθοποιός. Τη γνώρισες ποτέ;
Πολύ λίγο.
● Eνα «γεια» ας πούμε;
Λίγο περισσότερο. Κάποια στιγμή μου είχε γίνει μια πρόταση συνεργασίας η οποία δεν ευοδώθηκε και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Για μένα η Λαμπέτη ήταν κυριολεκτικά η είσοδος στη μαγεία του θεάτρου. Είναι η μνήμη της πρώτης φοράς που πήγα στο θέατρο.
Εκτός του ότι τη θυμάμαι ακόμα με ακρίβεια, μου έκανε και τρομερή εντύπωση η αίσθηση του χρόνου: Πίστεψα πως η παράσταση είχε κρατήσει ελάχιστα λεπτά. Είχα τόσο πολύ μαγευτεί, που δεν κατάλαβα πως είχαν περάσει δυο ώρες. Είναι μια αίσθηση που δεν την ξαναέζησα ποτέ στη ζωή μου.
● Θύμισέ μου το έργο…
Hταν «Η Πέπσι». Απίστευτα ζωντανή στη μνήμη και στα συναισθήματά μου. Aρα δεν έχει πεθάνει για μένα η Λαμπέτη. Είναι παρούσα. Και θέλω να σου πω πως χάρηκα που δεν συνεργάστηκα μαζί της, παρ’ όλη την πρόταση που μου έγινε.
Δεν ήθελα αυτή η μαγεία να χαλάσει. Hθελα να παραμείνει το ονειρικό πλάσμα που ερωτεύτηκα.
● Υπάρχει άλλη μια γυναικεία μορφή, στη Σχολή του Πέλου Κατσέλη, η οποία σε μυεί στη δύσκολη μαγεία του θεάτρου: η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Πολύ όμορφη γυναίκα.
Πανέμορφη. Oταν την γνώρισα εγώ ήταν και πολύ νέα. Κοντά στα 30. Hταν εξίσου μαγευτική ηθοποιός και δασκάλα.
● Τι σας έλεγε δηλαδή;
Hταν η πρώτη δασκάλα η οποία μου αποκάλυψε ότι ένας ρόλος δεν είναι μόνο αυτό που βλέπει ο θεατής ή τα λόγια που λέει ο ηθοποιός, αλλά υπάρχει ένας ολόκληρος παράλληλος κόσμος πριν, ανάμεσα και μετά το τέλος ενός έργου.
Με μύησε στο σημαντικότερο εργαλείο του ηθοποιού, που είναι να ονειρευτείς το ρόλο σου πέρα από τα όρια που βάζει ο συγγραφέας. Να κάνεις ένα ολόκληρο ταξίδι με τη φαντασία σου, ώστε όταν επιστρέψεις στα λόγια του συγγραφέα, να τα βρεις εμπλουτισμένα από το ταξίδι σου. Γιατί ένας συγγραφέας δεν δίνει όλα τα στοιχεία για τη ζωή του ήρωα, δίνει κάποια.
Με αφορμή αυτά, εσύ αρχίζεις ένα ταξίδι να φανταστείς πώς τρώει, πώς πίνει, πώς κοιμάται, πώς ερωτεύεται.
Σ’ αυτό το ταξίδι με μύησε πρώτη η Τριανταφυλλίδη. Στον παράλληλο βίο του προσώπου.
● Διατηρείς μέχρι σήμερα μια εφηβικότητα στον τρόπο που επικοινωνείς με την τέχνη και γι’ αυτό είσαι διαρκώς θεατρικά νέος. Αλλά και στο σινεμά συμβαίνει το ίδιο, όπου είσαι φανατικός σινεφίλ και έχεις συμμετάσχει σε σημαντικές ταινίες, και φυσικά στη λογοτεχνία η οποία είναι η μόνιμη αγάπη σου. Εζησες για την τέχνη, που λέει και η Tόσκα. Εζησες και για τον έρωτα;
Τώρα θ’ απαντήσω έμμεσα σε αυτό το ερώτημα. Πριν από λίγες μέρες ξαναείδα για πολλοστή φορά μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες. Το «Μια καρδιά το χειμώνα» του Κλoντ Σoτέ.
Το ερώτημα είναι: ο έρωτας είναι κάτι που το βλέπουμε να πραγματώνεται ή είναι αυτό που μας αρέσει να το ονειρευόμαστε; Εγώ προτιμώ το δεύτερο.
Είναι δύσκολο αυτό το ερώτημα που μου έβαλες, Χρήστο. Πώς να το απαντήσω. (Παύση) Oχι, δεν έζησα για τον έρωτα πάντως.
● Εζησες όμως πολύ με τον και για τον κινηματογράφο, είτε ως υποδειγματικός σινεφίλ είτε σε δεύτερους και πρώτους ρόλους. Eγινες γνωστός από το «Μινόρε της Αυγής» όπου ήσουν νεαρό φυντάνι τότε. Εξάλλου κι εγώ σε γύρισμα σε γνώρισα, στην Πλάκα, σ’ ένα από τα πρώτα φαρμακεία των Αθηνών. Πες μου τι σ’ αρέσει τόσο στο σινεμά;
Ετσι όπως το έφερε η μοίρα των ερωτήσεών σου, ερχόμαστε τώρα σε μια τρίτη γυναίκα. Στον κινηματογράφο με μύησε από τα 5 μου χρόνια μια κοπέλα που είχαμε στο σπίτι, γιατί η μητέρα μου εργαζόταν. Αυτή με μεγάλωσε.
Τη λέγανε Μαριώ και τη λάτρευα. Από 5 χρονών με έπαιρνε κάθε απόγευμα στις 4 η ώρα και ώς τις 12 το βράδυ βλέπαμε 4 φορές την ίδια ταινία, άλλοτε ελληνική, άλλοτε ξένη, στους κινηματογράφους που είχε τότε η Ν. Σμύρνη.
Από τα 5 μου λοιπόν, για μένα το παραμύθι ήταν ο κινηματογράφος. Πήγαινα σχολείο, δεν διάβαζα τίποτα όλο το απόγευμα και το βράδυ, και σηκωνόμουν πολύ νωρίς τα πρωινά για να ετοιμάσω τα μαθήματά μου.
Αυτό το παραμύθι κρατάει μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό εξακολουθώ να πηγαίνω στον κινηματογράφο. Γιατί από τα 5, βαριόμουν ή αργότερα φοβόμουν την πραγματικότητα, κι έτσι βρήκα αυτό το υπέροχο καταφύγιο του σινεμά ή του θεάτρου.
Μόνο που κάποια στιγμή στην εφηβεία μου γεννήθηκε η επιθυμία ν’ αρχίσω να μπαίνω κι εγώ στο παραμύθι και να λέω ιστορίες. Αλλά σίγουρα με μύησε αυτή η κοπέλα. Οι γυναίκες της ζωής μου είναι αυτές.
● Θυμάσαι κάποια θεατρική παράσταση που να είπες «εδώ έχω βρει το 100%», στη σκηνοθεσία, στην υποκριτική, στα πάντα; Με δυο λόγια, ό,τι ονειρευόσουν στο θέατρο να το βρήκες σε μια παράσταση;
Αυτό μου συνέβη μέσα σε δυο Κυριακές το 1986. Και οι δύο ήταν στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου όταν η Αθήνα ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα.
● Η Μελίνα την είχε κάνει, να τα θυμόμαστε αυτά…
Τη μια Κυριακή είχα δει τον «Μπόρκμαν» σε σκηνοθεσία του Μπέργκμαν και την επόμενη Κυριακή είδα την «Καταιγίδα» σε σκηνοθεσία του Στρέλερ. Είναι οι δυο παραστάσεις όπου συναντάει το όνειρο την πραγματικότητα.
Φυσικά έχω δει και πολλές ωραίες ελληνικές. Ηταν θαυμάσια η παράσταση του «Μπόρκμαν» με τον Μινωτή και τη Μανωλίδου, όπως και πολλές άλλες από τον Κουν.
Μια θαυμάσια παράσταση τα τελευταία χρόνια ήταν η «Γκόλφω» του Καραθάνου. Και κάποιες παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή.
Αλλά εκείνες τις δυο Κυριακές του ’86 τις ονειρεύομαι ακόμα.
● Κι εμένα αυτές οι δυο Κυριακές αντίστοιχα ορίζουν το θεατρικό μου γούστο. Αλλά και όταν πρωτοείδα παράσταση της Αριάν Μνούσκιν, έπαθα κάτι φοβερό.
Μου άρεσαν πολύ «Οι εφήμεροι».
● Πες μου ταινίες που σε ενθουσίασαν.
Οταν προσπαθείς να πεις τα καλύτερά σου αδικείς τόσο πολύ άλλα πράγματα, αλλά δεν μπορείς να τα πεις κι όλα. Πάντως είναι πολύ ωραίο να εξακολουθεί να σε εκπλήσσει η τέχνη. Να συγκινείσαι και να θαυμάζεις τα έργα της.
● Η φλόγα να μην σβήνει.
Το κριτήριό μου, ως θεατής αλλά και ως ηθοποιός, είναι να μπαίνω κάπως και να βγαίνω αλλιώς, χάρη σε αυτό που είδα. Αυτό είναι και το όνειρό μου, κι όταν συμβαίνει μου δίνει μια βαθιά ικανοποίηση, ενώ όταν δεν συμβαίνει εισπράττω βαθιά απογοήτευση. Μέσα σε ένα δίωρο, καλείσαι να ενταχθείς σε μια πράξη απίστευτα φιλόδοξη, αλλά και απίστευτα ευγενική και ανθρώπινη.
● Καλλιτεχνική πράξη είναι αυτή που σε ντύνει με ένα νόημα που δεν είχες φανταστεί ή αυτή που σε αφήνει τελείως γυμνό; Η τέχνη δεν έχει σκοπό να σε απογυμνώσει;
Ανακαλύπτοντας ένα ρόλο, στην ουσία αποκαλύπτεις τον εαυτό σου. Αρα με μια έννοια απογυμνώνεσαι. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το πετυχαίνεις πάντα: να βλέπεις δηλαδή, αληθινά αισθήματα πάνω στη σκηνή ή να απαρνιέσαι όλα τα φτιασίδια και τα στολίδια για να βγάλεις ένα αυθεντικό αίσθημα το οποίο να συγκινήσει τον θεατή. Στην ουσία παίζεις καλά όταν είσαι απροστάτευτος.
● Ο πιο αγαπημένος σου ρόλος ήταν και ο πιο δύσκολος; Ή δεν μετριέται έτσι;
Δεν έχω αγαπημένο ρόλο. Εχω αγαπήσει όλους τους ρόλους που έχω παίξει ακριβώς το ίδιο γιατί κάθε φορά προσπάθησα να τον καταλάβω και να τον συναντήσω. Αλλά η πρόθεσή μου ήταν πάντα, αυτό το λέω και στη διδασκαλία, η επιθυμία μου να ερωτευθώ τον ρόλο μου. Να συναντηθώ μαζί του και να εμπλακώ, όπως σε μια ερωτική σχέση.
● Πες μου λίγο για αυτά τα περίφημα τετράδια εργασίας που κρατάς για να συνθέσεις ένα ρόλο.
Κι αυτό ξεκίνησε από τη Νίκη Τριανταφυλλίδη. Θυμάμαι, στο πρώτο της μάθημα, που μας είχε πει να πάρουμε ένα τετράδιο και να γράφουμε ό,τι φανταζόμαστε για τον ρόλο. Μου ήρθε γάντι η πρότασή της, γιατί, εκτός από την ηθοποιία, μου άρεσε από πάντα το γράψιμο, οπότε του έδωσα και κατάλαβε.
Βέβαια, σ’ αυτά τα τετράδια δε γίνεται καμία απόπειρα λογοτεχνίας. Η πρόθεσή μου ολοκληρώνεται στο να είναι όσο πιο πρακτικά και βοηθητικά γίνεται για τη δουλειά μου ως ηθοποιός. Γι’ αυτό το λόγο με βοηθούν να συγκεντρώνομαι, και να επαληθεύω τις επιλογές μου πάνω σ’ έναν ρόλο.
Δεν είναι απλό να παίξεις έναν ρόλο μόνο. Είναι και τι επιλογές θα κάνεις. Τι αισθητική θα ακολουθήσεις. Τι υπόσταση θα αποκτήσει μέσα σου ένα πρόσωπο.
Το τετράδιο, λοιπόν, είναι ένας διάλογος ο οποίος σου δίνει τη δυνατότητα να γράφεις, να σβήνεις, να βλέπεις λάθη.
Είναι και λίγο μαθηματικά, εννοώ. Οπότε αποτελούν ένα εξάρτημα, το οποίο με ευχαριστεί πολύ να το έχω.
● Είναι μια σκαλωσιά; Ο σκελετός ενός κτιρίου;
Ναι, είναι. Μ’ αρέσει πολύ να συλλάβει κάτι το μυαλό μου και μετά να προσπαθήσω να το υπηρετήσω με πολύ ζεστή καρδιά. Αλλά χρειάζεται και το ψυχρό και το θερμό σ’ αυτή την τέχνη, και το τετράδιο μπορεί να σε βοηθήσει να καταλάβεις με το μυαλό τη δομή ενός ρόλου και μετά, στις πρόβες, να το χτίσεις με ζεστασιά. Είναι ένα προσχέδιο.
● Σου έχει προταθεί να υποδυθείς τον «Προμηθέα Δεσμώτη», το καλοκαίρι, στη Μικρή Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα. Υπάρχουν ρόλοι που διψάς να τους παίξεις;
Είναι λάθος να μιλάμε για ρόλους γιατί τα έργα διηγούνται ιστορίες με σχέσεις ανθρώπων. Το θέατρο έχει μια ευλογία και μια κατάρα ταυτόχρονα.
Ο ηθοποιός δεν είναι μόνος του. Στην πραγματικότητα δεν παίζουμε ρόλους, παίζουμε σχέσεις πάνω στη σκηνή.
Οσο λοιπόν πιο δουλεμένες είναι οι σχέσεις μεταξύ των ηθοποιών και η επικοινωνία τους πιο βαθιά, τόσο το αποτέλεσμα επικοινωνεί με το κοινό.
Εχουν σημασία η χημεία και η αύρα που δημιουργούνται ανάμεσα σε δυο, τρία ή περισσότερα πρόσωπα. Δεν είναι αυτόνομοι οι ρόλοι.
● Και δεν είναι νησιά. Ανάμεσά τους κυκλοφορεί ψυχική ενέργεια.
Συγκοινωνούντα δοχεία είναι.
Info:
«Ο φεγγίτης» («Skylight»), του David Hare
Πρωταγωνιστούν:
Δημήτρης Καταλειφός, Λουκία Μιχαλοπούλου, Μιχάλης Πανάδης
Συντελεστές:
- Μετάφραση: Μιρέλλα Παπαοικονόμου
- Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
- Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
- Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
- Mουσική σύνθεση: Μίνως Μάτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου