Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο σταματά μια δραστηριότητα, συνήθως για να ξεκουραστούν οι συμμετέχοντες

διάλειμμα

Τυπογραφικές παραλλαγές Δείτε επίσης : διάλυμα

Πίνακας περιεχομένων

Flag of Greece.svg Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική διάλειμμα διαλείμματα
γενική διαλείμματος διαλειμμάτων
αιτιατική διάλειμμα διαλείμματα
κλητική διάλειμμα διαλείμματα

Nuvola apps bookcase.png Ετυμολογία

διάλειμμα < ελληνιστική κοινή διάλλειμα < διά + λείπω + -μα

Nuvola apps edu languages.png Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðʝa.li.ma/ και /ði.ˈa.li.ma/

Ομώνυμα

Open book 01.svg Ουσιαστικό

διάλειμμα ουδέτερο
κάνε επιτέλους ένα διάλειμμα, είσαι στον υπολογιστή δέκα ώρες συνεχώς!
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου