****
Μέρες την σκέφτομαι αυτή την λέξη!
Μέρες, λέμε!
Απόψε την βρήκα!
Ε, μα!
*****
**** πηγή
Μέρες την σκέφτομαι αυτή την λέξη!
Μέρες, λέμε!
Απόψε την βρήκα!
Ε, μα!
*****
Λέξη: χαϊβάνι (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων)
Δείτε και: Κλίση Νέας Ομόρριζα
Ετυμολογία: [<τουρκ. hayvan]
Δείτε και: Κλίση Νέας Ομόρριζα
Ετυμολογία: [<τουρκ. hayvan]
Επιλέξτε σημασία για να δείτε τα συνώνυμά της | Ένα συνώνυμο | Μέρος |
---|---|---|
άνθρωπος μη ευφυής, περιορισμένης νοημοσύνης (δεν είναι βλάκας, απλά κάνει ότι δεν καταλαβαίνει) (Έχει αντίθετα) | βλάκας | Ουσ. |
Για την έννοια αυτή και ►
[άνθρωπος μη ευφυής, περιορισμένης νοημοσύνης] |
βλάκας: δεν είναι βλάκας, απλά κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ►Δείτε αντίθετα |
βλαξ |
κρετίνος |
μόγγολος |
μογγόλος |
βλακέντιος |
βλακόμουτρο |
κουτεντές |
μάπας |
σερσέμης |
μπουνταλάς |
κουλάδι: ντιπ κουλάδι ο τύπος |
γκαγκά |
χάβαρο |
κουτομόγιας |
αβδηρίτης |
πτωχός τω πνεύματι (λόγια φράση / έκφραση) |
κουτορνίθι |
κωθώνι |
μπάμιας |
καρπουζοκέφαλος |
χοντροκέφαλος |
μπουζουκοκέφαλος |
μπουμπουνοκέφαλος |
μπουμπούνας |
γκάου |
παιδί-κουμπί / βιολί (φράση / έκφραση ν.ε.) |
χοντρόμυαλος |
γκάου μπίου (φράση / έκφραση ν.ε.) |
μπούφος: καλά, μπούφος είσαι και δεν καταλαβαίνεις τόση ώρα αυτά που σου λέω; |
όρνιο: πού να πάρει χαμπάρι τι του λένε το όρνιο |
τούβλο |
βλήμα: είναι βλήμα, ό,τι και να του πεις δεν καταλαβαίνει |
τούρμπο |
μογγολάκι: -σκωπτικά- |
βλίτο |
στόκος |
στούρνος |
κόπανος: τι είν' αυτά που λες, βρε κόπανε; |
ξόανο: τον βρίζανε κι αυτός καθόταν σαν ξόανο και τους άκουγε |
βούρλο |
τρόμπας |
ζώο: πρέπει να του τα λες δυο φορές για να τα καταλάβει, το ζώο |
ζώον |
τετράποδο |
ζωντόβολο |
ζωντανό |
ζουλάπι |
χαϊβάνι |
[που συμπεριφέρεται με τρόπο βλακώδη ή θεωρείται ανόητος ή παντελώς άσχετος με ένα θέμα] |
ούφο |
[για κάποιον που κοιτάζει με ανόητο ύφος ή με το στόμα ανοιχτό] |
χάχας |
χάσκας |
χάννος |
κεχηνώς |
[χαζός αλλά με καλές προθέσεις] |
χαζοβιόλης |
αγαθιάρης |
[χαζός, χαϊδευτικά] |
χαζούλης: τι κάνεις εκεί, χαζούλη; |
ηλίθιος |
[βλάκας (επιτατικά)] |
πανίβλακας |
πανίβλαξ |
αναγνωρισμένος βλάκας |
βλάκας με περικεφαλαία / πατέντα / λοφίο (φράση / έκφραση ν.ε.) |
βλάκας στο τετράγωνο / στον κύβο (φράση / έκφραση ν.ε.) |
σπάει τα βλακόμετρα (φράση / έκφραση ν.ε.) |
ένας βλάκας και μισός (φράση / έκφραση ν.ε.) |
ένα ζώο και μισό (φράση / έκφραση ν.ε.) |
μπιτ βλάκας (φράση / έκφραση ν.ε.) |
βλακίστατος |
βλακόμετρο |
χλιμίτζουρας |
χλιμίντζουρας |
[πολύ χαζός] |
χαζούλιακας |
θεόχαζος |
[πολύ κουτός] |
κουτούλιακας |
πανηλίθιος |
[βλάκας, υβριστικά] |
μαλάκας |
[για ανόητο, συνήθως μικρής ηλικίας άτομο] |
μαλακιστήρι: τι είν' αυτά που λέει πάλι το μαλακιστήρι |
[μειωτικός χαρακτηρισμός για δυτικοευρωπαίο, που θεωρείται κουτός σε σχέση με τον πονηρό Έλληνα] |
κουτόφραγκος |
αμερικανάκι |
[άνθρωπος νωθρός στη σκέψη, αργόστροφος] |
κοιμήσης |
αργοκίνητο καράβι (φράση / έκφραση ν.ε.) |
κεφάλας: πού να καταλάβει ότι τον κοροϊδέψαμε ο κεφάλας! |
βόδι: πόσες φορές να σου το πούμε για να το καταλάβεις, βρε βόδι |
βόιδι |
μπουζούκι |
βουβάλι |
βούβαλος |
μοσχάρι |
στενόμυαλος |
αργόστροφος |
[άνθρωπος ελαφρόμυαλος] |
κουφιοκεφαλάκης |
κοκωβιός |
κολοκύθας |
[άνθρωπος ελαφρόμυαλος και επιπόλαιος] |
ζεβζέκης |
αχμάκης |
[άνθρωπος ανόητος, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά] |
σαχλαμάρας |
σαχλαμαράκιας |
σαχλαμπούχλας |
σάχλας |
τρίχας |
λαπάς |
[άνθρωπος ελαφρόμυαλος και ανόητος] |
σαχλοκούδουνο |
τσακλοκούδουνο |
τσαχλοκούδουνο |
[άνθρωπος με άγουρο μυαλό] |
κουτάβι |
μωρό: μωρό είσαι και δεν καταλαβαίνεις; |
[άνθρωπος με περιορισμένη αντίληψη, χωρίς διορατικότητα] |
μύωπας |
κοντόφθαλμος |
**** πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου