Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

χαϊβάνι: Είμαι; Είσαι; Είναι; Είμαστε; Είσαστε; Είναι;

****
 Μέρες την σκέφτομαι αυτή την λέξη!
Μέρες, λέμε!
Απόψε την βρήκα!
Ε, μα!
*****

Λέξη: χαϊβάνι (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων)
Δείτε και: Κλίση Νέας  Ομόρριζα  
Ετυμολογία: [<τουρκ. hayvan]
Επιλέξτε σημασία για να δείτε τα συνώνυμά τηςΈνα συνώνυμοΜέρος
άνθρωπος μη ευφυής, περιορισμένης νοημοσύνης (δεν είναι βλάκας, απλά κάνει ότι δεν καταλαβαίνει) (Έχει αντίθετα) βλάκαςΟυσ.
Για την έννοια αυτή και ►
[άνθρωπος μη ευφυής, περιορισμένης νοημοσύνης]
βλάκας: δεν είναι βλάκας, απλά κάνει ότι δεν καταλαβαίνει  ►Δείτε αντίθετα
βλαξ
κρετίνος
μόγγολος
μογγόλος
βλακέντιος
βλακόμουτρο
κουτεντές
μάπας
σερσέμης
μπουνταλάς
κουλάδι: ντιπ κουλάδι ο τύπος
γκαγκά
χάβαρο
κουτομόγιας
αβδηρίτης
πτωχός τω πνεύματι (λόγια φράση / έκφραση)
κουτορνίθι
κωθώνι
μπάμιας
καρπουζοκέφαλος
χοντροκέφαλος
μπουζουκοκέφαλος
μπουμπουνοκέφαλος
μπουμπούνας
γκάου
παιδί-κουμπί / βιολί (φράση / έκφραση ν.ε.)
χοντρόμυαλος
γκάου μπίου (φράση / έκφραση ν.ε.)
μπούφος: καλά, μπούφος είσαι και δεν καταλαβαίνεις τόση ώρα αυτά που σου λέω;
όρνιο: πού να πάρει χαμπάρι τι του λένε το όρνιο
τούβλο
βλήμα: είναι βλήμα, ό,τι και να του πεις δεν καταλαβαίνει
τούρμπο
μογγολάκι: -σκωπτικά-
βλίτο
στόκος
στούρνος
κόπανος: τι είν' αυτά που λες, βρε κόπανε;
ξόανο: τον βρίζανε κι αυτός καθόταν σαν ξόανο και τους άκουγε
βούρλο
τρόμπας
ζώο: πρέπει να του τα λες δυο φορές για να τα καταλάβει, το ζώο
ζώον
τετράποδο
ζωντόβολο
ζωντανό
ζουλάπι
χαϊβάνι
[που συμπεριφέρεται με τρόπο βλακώδη ή θεωρείται ανόητος ή παντελώς άσχετος με ένα θέμα]
ούφο
[για κάποιον που κοιτάζει με ανόητο ύφος ή με το στόμα ανοιχτό]
χάχας
χάσκας
χάννος
κεχηνώς
[χαζός αλλά με καλές προθέσεις]
χαζοβιόλης
αγαθιάρης
[χαζός, χαϊδευτικά]
χαζούλης: τι κάνεις εκεί, χαζούλη;
ηλίθιος
[βλάκας (επιτατικά)]
πανίβλακας
πανίβλαξ
αναγνωρισμένος βλάκας
βλάκας με περικεφαλαία / πατέντα / λοφίο (φράση / έκφραση ν.ε.)
βλάκας στο τετράγωνο / στον κύβο (φράση / έκφραση ν.ε.)
σπάει τα βλακόμετρα (φράση / έκφραση ν.ε.)
ένας βλάκας και μισός (φράση / έκφραση ν.ε.)
ένα ζώο και μισό (φράση / έκφραση ν.ε.)
μπιτ βλάκας (φράση / έκφραση ν.ε.)
βλακίστατος
βλακόμετρο
χλιμίτζουρας
χλιμίντζουρας
[πολύ χαζός]
χαζούλιακας
θεόχαζος
[πολύ κουτός]
κουτούλιακας
πανηλίθιος
[βλάκας, υβριστικά]
μαλάκας
[για ανόητο, συνήθως μικρής ηλικίας άτομο]
μαλακιστήρι: τι είν' αυτά που λέει πάλι το μαλακιστήρι
[μειωτικός χαρακτηρισμός για δυτικοευρωπαίο, που θεωρείται κουτός σε σχέση με τον πονηρό Έλληνα]
κουτόφραγκος
αμερικανάκι
[άνθρωπος νωθρός στη σκέψη, αργόστροφος]
κοιμήσης
αργοκίνητο καράβι (φράση / έκφραση ν.ε.)
κεφάλας: πού να καταλάβει ότι τον κοροϊδέψαμε ο κεφάλας!
βόδι: πόσες φορές να σου το πούμε για να το καταλάβεις, βρε βόδι
βόιδι
μπουζούκι
βουβάλι
βούβαλος
μοσχάρι
στενόμυαλος
αργόστροφος
[άνθρωπος ελαφρόμυαλος]
κουφιοκεφαλάκης
κοκωβιός
κολοκύθας
[άνθρωπος ελαφρόμυαλος και επιπόλαιος]
ζεβζέκης
αχμάκης
[άνθρωπος ανόητος, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά]
σαχλαμάρας
σαχλαμαράκιας
σαχλαμπούχλας
σάχλας
τρίχας
λαπάς
[άνθρωπος ελαφρόμυαλος και ανόητος]
σαχλοκούδουνο
τσακλοκούδουνο
τσαχλοκούδουνο
[άνθρωπος με άγουρο μυαλό]
κουτάβι
μωρό: μωρό είσαι και δεν καταλαβαίνεις;
[άνθρωπος με περιορισμένη αντίληψη, χωρίς διορατικότητα]
μύωπας
κοντόφθαλμος

**** πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου