Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Πεσ' το, ταλαιπωρημένο μπουκάλι με συναίσθημα, που το ξέβρασε το κύμα, στην αμμουδιά του Χορευτού.



Σηκώθηκα νωρίς, γιατί διαμαρτυρήθηκε το ταβάνι.
«Φτάνει, με ζάλισες. Σήκω απάνου και γράψ’ τα στην σελίδα σου, εκεί που τα χρωστάς, ήδη. Εγώ δε σου φταίω, άλλωστε είδες πως ξεφεύγει από τις προσυμφωνηθέντες τιμές του ο ασπριτζής, γιατί διαπιστώνει στην πορεία, πως θέλει περισσότερα χέρια, απ’ αυτά που υπολόγισε με την πρώτη ματιά. Εσύ δικαιολογείσαι πως φταίει το τζάκι, το καλοριφέρ, ο αποροφητήρας, ακόμα και το τσιγάρο σου, καιρός να παραδεχτείς πως παραστριμώχτηκαν οι νοερές γραφές σου, γέμισαν τοίχοι, ακόμα και ντουλάπια, άρχισαν να βγαίνουν σαν κουρασμένες αράχνες απ’ τις χαραμάδες, αναζητώντας καθαρή γωνιά, έξω στα μπαλκόνια… κι ακόμα παραπέρα, σήκω…»

Πολλά είπε και σηκώθηκα νωρίς, να ξοφλήσω το μεταχρονολογημένο «χρέος» μου, που δεν μου το επέβαλλε κανένας, απλά, είναι μια «φορολογία» που βάζω εγώ η ίδια, στον εαυτό μου.
Δεν θα το καθυστερήσω αποδεικνύοντας πως μπορώ να γράψω όμορφα, ώστε να αποδείξω κάτι που μπορούν να κάνουν πολλοί, αν όχι όλοι, όσοι ξέρουν γράμματα.
…Κι αυτό επειδή νομίζω, πως τα πολλά γράμματα αρχίζουν και γίνονται βλαπτικά για τους άλλους, όταν λένε πολλά, επειδή τους χασομερούν και κλέβουν σημαντικό χρόνο απ’ το Θείο και άγνωστο χρονικό δεδομένο της ζωής τους, (δική μου θεωρία αυτή), μπαίνω απότομα στην ουσία:

Ήταν μια δυσάρεστη είδηση που συνέβη στο χωριό μου και μάλιστα συζητήθηκε πολύ, ως προς το ασυνήθιστο:
«Φίλος πέθανε αμέσως μετά την κηδεία του φίλου του.»
Την είδα σε πρώτη εκτέλεση, σε δεύτερη, ακόμα κυκλοφορεί σε κάποιες σελίδες με ποιο καινούργιες ημερομηνίες. (ΕΔΩ ενημέρωση google)
Πρώτη αντίδρασή μου, ευχή και «Καλό τους Ταξίδι». Δεύτερη η διαπίστωση για άλλη μια φορά, «αν δεν δω φωτογραφίες, να θυμηθώ πρόσωπα, δύσκολο να συναισθανθώ την οικογένειά του και ένα χωριό ολόκληρο που πενθεί.» Τρίτη, επειδή πια, εύκολα αμφισβητώ τον ίδιο τον εαυτό μου, «εντάξει, το παρατραβάνε, έτυχε! Ψάχνονται για ειδήσεις», έλεγα στον εαυτό μου και «έκλεινα» κάπου εκεί, το δυσάρεστο αυτό, γεγονός.

…Ώσπου μπήκα στο Φεις και βρήκα συγχωριανούς μου. Κάπου εκεί, ρώτησα, κι ένας υπομενετικός φίλος, εξηγώντας μου σοκάκια και στενά, σπίτια και πέρα ρέμα με το δώθε, ήρθε η στιγμή που κατάλαβα φωτογραφικά, το πρόσωπο του ενός Αποδημήσαντα…
Κι εκεί γράφτηκε αυθόρμητα ένα ΑΑΑΑΑ, απ’ αυτά που δεν έχω, ούτε στο πληκτρολόγιο πια (μου λείπει το γράμμα Α, τόσο ερείπιο υπολογιστής) και ξέσκισε αθόρυβα την σιωπή της νύχτας, καρφώθηκε όμως, τόσο γρήγορα βαθειά μέσα μου, που δεν κατάλαβα… παρά μόνο όταν κάτι με πονούσε όλη μέρα χθες, σε άσχετες στιγμές.

…Ήταν ένα μεταχρονολογημένο συναίσθημα και μένει, ακόμα.

Δενδροειδής η κατάσταση κατά τον W. Gerrod Parrott, σύμφωνα με τον κατάλογό του, (ΕΔΩ), μέσα είμαι, από παντού με πιάνει, δεν έκρυψα ποτέ μου πως η ψυχή μου πάντα συμβάδιζε με το σώμα μου, κι ας ζω σ’ ένα κόσμο που αυτά τα «κλαδάκια», προ πολλού τα έχει ξεχωρίσει, την παλεύω λοιπόν, ανάμεσα στο «Κρίμα» για την οικογένειά του, κι ανάμεσα στην ανακούφιση που φέρνει το «Ξεκουράστηκε», εφόσον οι ασθένειες καταρακώνουν τον άνθρωπο.
Την παλεύω ναι, να μην κλάψω ακόμα, δεν είναι η στιγμή μου, να «ευχηθώ» μόνο, «δύναμη και κουράγιο» στην οικογένεια του Θύμιου Γεωργούδη που τελικά, μπορεί να μην θυμόμουνα το επίθετό του, υπήρξε όμως στα νιάτα μου και δικός μου φίλος!

«Πάρτυ», έγραψε μια Ζαγοριανή φίλη στον τοίχο μου στο Φεις, σ’ ένα παιχνίδι αναμνήσεων που κυκλοφορεί ( ΕΔΩ περισσότερα) κι ήταν μια λέξη που ένωνε κεφάλαια ζωής, πολλών ανθρώπων που έχουν διασκορπιστεί σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, αλλά πονάνε μαζί μ’ αυτούς που δεν μετακόμισαν ποτέ, το ίδιο, ίσως και περισσότερο….

…Αυτή η λέξη «χωρούσε» και τον Θύμιο. Φίλος καλός, όσο και χορευτής!... Αργότερα, καλός οικογενειάρχης, καλός αγρότης και λοιπά καλά, όπως μάθαινα στην πορεία και χαιρόμουνα, φυσικά!


…Επειδή καθένας μας «ξοφλάει» αλλιώς, συμμετέχει αλλιώς κι αλλιώτικα σε κάθε χαρά ή λύπη του χωριού του, χρονικά εκ των πραγμάτων και των προσωπικών του στιγμών, μπορεί να μην συμβαδίζουν στον ίδιο χρόνο, ποτέ μην αποκλείουμε όμως, πως υπάρχουν κοινά συναισθήματα, κι ας μην φαίνονται.
…Απλά, έτυχε μια Κατερίνα να το γράψει, έτσι, για να ξαλαφρώσει η ίδια και για να μη «φαίνεται» πως βγήκε στο Φεις, ανοίγοντας όλα τα «παράθυρα», να το παίξει «φιγούρα»… και πως τίποτα δεν την πονεί, και δεν νοεί, πράγματα και καταστάσεις.

Άλλα ήθελε, κι αυτά πιστέψ’ τε με, μέσα σε τόσο χάος παρελθόντων χρόνων σελίδων και «φίλων», τα «βρήκε»!

Ενημέρωση για κεί,  στο χωριό, …Μην ξεχνάτε πως το αόρατο βιβλίο της ζωής μας είναι κοινό, εφόσον μας ενώνει μια Πατρίδα. Οι Ρίζες είναι βαθιές, είτε «φαίνονται», είτε όχι, υπήρξαν και θα υπάρχουν! Μπορεί οι πρωταγωνιστές και οι παράγραφοι να διαφέρουν και τα λοιπά και τα λοιπά… όμως νοερά, συνυπάρχουμε και μας δένει μια αόρατη μεν, μα ατσάλινη κλωστή. Να θυμάστε πως μπορεί να λείπουμε πολλοί από κει, (σε χιλιόμετρα) μα πάντα ελπίζουμε και ποθούμε χαρές για όλους τους συνανθρώπους μας που παραμένουν εκεί και το κρατάνε «ζωντανό» με ποικίλους τρόπους.Να το θυμάστε, να μην το ξεχνάτε, ποτέ!

‘Εξι κηδείες σ’ ένα χωριό, μέσα σ’ ένα μήνα (όπως διάβασα στο Φεις), πάει πολύ, βαρύ το πένθος, όπως και να ‘χει, είτε γνωρίζω πρόσωπα, είτε όχι.
Δεν θα «σταθώ» στην «σύμπτωση» ή όχι, παρά μόνο στο δυσάρεστο γεγονός, ευχόμενη «Καλή Ανάπαυση» σε όλες τις Ψυχές και «Μεγάλο Κουράγιο» στις οικογένειές τους.

…Εννοείται πως οι ζωντανοί, πάντα θα κλαίμε γι’ αυτούς που Φεύγουν, ίσως, μέχρι να μάθουμε καλά, πως κάθε ψυχή που αγαπήσαμε, μένει αθάνατη, όπως διαλαλεί και η Ορθόδοξη Πίστη μας.

…Κι επειδή μακρηγορώ, θα το κλείσω έτσι:

Είχα μια μάννα που έλεγε συχνά:
« Τα βάσανα στον κόσμο δεν ταιριάζουν.»
…Και γέννησε πολλά παιδιά, κι ένα απ’ αυτά, επέμενε να γράφει συχνά:
«Μόνο οι στιγμές στον κόσμο δεν ταιριάζουν, όλα τα άλλα είναι ίδια, κι ας φαίνονται τόσο διαφορετικά τα σκηνικά.»  

Υγ. Ξημερώματα ξέσπασα, μεσημέρι του έριξα μια ματιά, έκοψα, πρόσθεσα, στα χαμένα το βρίσκω, το σκέφτομαι πραγματικά, αν θα το δημοσιεύσω, φοβούμενη μη χαθούν και οι τυχόν αναγνώστες και χαθεί η ουσία. Είδωμεν. Ώρα 2 και 41, μεσημέρι Τετάρτης 3/1/18

Υγ. 2 Για να "ξεκολλήσεις", πεσ' το, ταλαιπωρημένο μπουκάλι με συναίσθημα, που το ξέβρασε το κύμα, στην αμμουδιά του Χορευτού, μην το κρατάς άλλο στα χέρια σου, το φθείρεις, δεν πρέπει.

1 σχόλιο:

  1. Να φύγει, μ' έχει μπλοκάρει άγρια, όλη μέρα. Αλλιώς, δύσκολο να συμβαδίσω με το τώρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή